στιβεία
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ἡ, (στίβος)
A treading, walking: hence, = ὁδός, Hdn.Epim. 128.
II tracking with hounds, D.S.4.13; cf. στιβίη.
German (Pape)
[Seite 942] ἡ, das Treten, das Nachgehen, Spüren, D. Sic. 4, 13.
Russian (Dvoretsky)
στῐβεία: ἡ отыскивание следов, выслеживание Diod.
Greek (Liddell-Scott)
στῐβεία: ἡ, τὸ πατεῖν, περιπατεῖν· ὅθεν, δρόμος, ἀτραπός, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 128· ― πρβλ. στιβίη. ΙΙ. ἡ διὰ κυνῶν ἀνίχνευσις, Διόδ. 4. 13.
Greek Monolingual
και στειβία και επ. τ. στιβίη, ἡ, Α
1. πάτημα
2. βάδισμα, περπάτημα
3. οδός, δρόμος («στίβος, ἡ ὁδός
στιβεία τὸ αὐτό», Ηρωδιαν.)
4. ανίχνευση με κυνηγετικούς σκύλους, ιχνηλασία («φασιν... ἄρκυσιν ἑλεῖν
οἰ δέ, διὰ τῆς στιβείας χειρώσασθαι καθεύδουσαν», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στιβεύω. Ο τ. στειβία, κατά τον φωνηεντισμό του στείβω].