= στιλπνόω, LXX Ps.7.13, Dsc.1.84,5.154.
[Seite 943] = στιλπνόω, Suhl. u. Sp.
στιλβόω: στιλπνόω, Διοσκ. 5. 173, Ἑβδ. (Ψαλμ. Ζ΄, 13). Παθ., ἀκτινοβολῶ, λάμπω, Ἐκκλ.
στιλβῶ :faire briller.Étymologie: στιλβός.