στιλπνόω
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
make to shine, polish, Arr.Epict.2.8.25 (Pass.), Gal.12.198.
German (Pape)
[Seite 943] = στιλβόω, glänzend machen, poliren, Arr. Ep. 2, 8 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στιλπνόω: κάμνω τι στιλπνόν, στιλβώνω, «γυαλίζω», Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 8, 25, Γαλην.