στοιχηδίς

English (LSJ)

Adv. = στοιχηδόν (in a row, line by line, following the lines), Theognost. Can. 163.

German (Pape)

[Seite 946] adv., = στοιχηδόν, B. A. 3 p. 1310.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχηδίς: Ἐπίρρ. = τῷ ἑπόμ., Θεογνώστ. Καν. 163.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. στοιχηδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί της λ. στοιχηδόν.