στοιχομυθώ

Greek Monolingual

-έω, Α
1. στοιχηγορῶ
2. (κατά τον Ησύχ.) «στοιχομυθεῖν
τὸ ἐφεξῆς λέγειν καὶ ἀδολεσχεῖν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + -μυθῶ (< μῦθος), πρβλ. ἀερο-μυθῶ].