στομίας
English (LSJ)
-ου, ὁ (sc. ἵππος), = στόμις (q.v.), hard-mouthed horse, Afric.Cest.p.21 V., Suid.
German (Pape)
[Seite 948] ὁ, ἵππος, ein hartmäuliges Pferd, VLL. S. στόμις.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος βαθυπελαγικών τελεόστεων σολομονόμορφων ψαριών της οικογένειας στομιατίδες, που απαντούν στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό Ωκεανό και από τα οποία στις ελληνικές θάλασσες απαντά το είδος Stomias boa
αρχ.
(για ίππο) ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα -ίας (πρβλ. ξιφίας)].