στοματόκλειστρο

Greek Monolingual

το, Ν
το άκρο του αεραγωγού σωλήνα τών μηχανημάτων κατάδυσης που εφαρμόζεται στο στόμα του δύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα, -ατος + κλείστρο (< κλείω [I])].