στομοδόκος

English (LSJ)

στομοδόκον, = στωμύλος, Pherecr.234.

German (Pape)

[Seite 948] = στωμύλος, Gramm., z. B. Poll. 2, 101 aus Pherecrat.

Greek (Liddell-Scott)

στομοδόκος: -ον, = στωμύλος, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 71, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ον, Α
στωμύλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκος.