στράβων
English (LSJ)
ωνος, ὁ, = στραβός, Com.Adesp.334.
Greek (Liddell-Scott)
στράβων: [ᾰ], -ωνος, ὁ, = στραβός, Λατιν. strabo, Κωμικ. Ἀνώνυμ. 314, ἴδε Πολυδ. Β΄, 51. (Περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Ἀρκάδ. 10).
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβός + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. στίλπων)].
German (Pape)
ωνος, ὁ, = στραβός, lat. strabo; Comic. bei Poll. 2.51, Varro. S. auch nom. propr.