Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
στράτεμα
Greek Monolingual
(I) το, Ν βλ.στράτευμα. (II) το, Ν στρατεύω (II)] 1.μτφ.περιφορά («στού πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος», Ερωτόκρ.) 2.φρ. «στού κύκλου τα στρατέματα» (στον Ερωτόκρ.) οι στροφές της τύχης.