στραβάδα
Greek Monolingual
η, Ν στραβός
1. η ιδιότητα του στραβού, του λοξού («στραβάδα του ξύλου»)
2. η ιδιότητα του τυφλού, στραβωμάρα.
η, Ν στραβός
1. η ιδιότητα του στραβού, του λοξού («στραβάδα του ξύλου»)
2. η ιδιότητα του τυφλού, στραβωμάρα.