στραβωμάρα

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

Greek Monolingual

και στραβομάρα, η, Ν
1. το να είναι κανείς τυφλός
2. απερισκεψία, εσφαλμένη ενέργεια
3. κακοτυχία, δυσάρεστη περίπτωση
4. (ως κατάρα) στραβωμάρα
να πέσεις να τσακιστείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στράβωμα + στραβωμός + κατάλ. -άρα (πρβλ. φαγωμάρα)].