στραβίζω

English (LSJ)

(στραβός) squint, Hsch. s.v. ἰλλώπτω, EM713.13.

German (Pape)

[Seite 950] verdrehte Augen haben, schielen, Eust. zu Il. 2, 217.

Greek (Liddell-Scott)

στραβίζω: (στραβός) ἔχω διεστραμμένους ὀφθαλμούς, εἶμαι «στραβός», ἀλλοίθωρος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Ν στραβός
αλληθωρίζω, είμαι αλλήθωρος.