Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all
(και μτφ.) είμαι αλλήθωρος, βλέπω λοξά, στραβίζω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αλλήθωρος.ΠΑΡ. νεοελλ. αλληθώρισμα, αλληθωρισμός].