στραβαλοκόμας

English (LSJ)

α, ὁ, curly-headed, S. (Fr.1099) ap.Poll.2.23 (who blames the word), Hsch.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, mit krausem Haare, Soph. bei Poll. 2, 23.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰβᾰλοκόμᾱς: ου adj. m с курчавыми волосами, кудрявый Soph.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰβᾰλοκόμας: α, ὁ, ὁ ἔχων κόμην βοστρυχώδη, οὐλήν, «σγουρομάλλης», Σοφ. (Ἀποσπ. 948) παρὰ Πολυδ. Β´, 23 (ὅστις ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν), Ἡσύχ. (Πρὸς τὸ στραβαλός, ὅπερ παρ᾿ Ἡσυχ. εὕρηται, πρβλ. στράβηλος, στρεβλός).

Greek Monolingual

ὁ, Α
σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + -κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσοκόμης.