στραβεύς

English (LSJ)

κωπεύς, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στραβεύς: «κωπεὺς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «κωπεύς».
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ- του στρεβ-λός + επίθημα -εύς (πρβλ. κωπεύς)].