στραγγιστός
Greek Monolingual
και στραγγιχτός, -ή, -ό, Ν στραγγίζω
αυτός που έχει υποστεί στράγγισμα ή έχει προέλθει από στράγγισμα («στραγγιστό γιαούρτι»).
και στραγγιχτός, -ή, -ό, Ν στραγγίζω
αυτός που έχει υποστεί στράγγισμα ή έχει προέλθει από στράγγισμα («στραγγιστό γιαούρτι»).