γιαούρτι

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496

Greek Monolingual

και γιαγούρτι, το και γιαούρτη, η
1. παρασκεύασμα με γάλα (και πυτιά ή ειδική μαγιά) το οποίο πήζει βράζοντας αργά σε χαμηλή θερμοκρασία (ανάλογα με το δοχείο ή τον τόπο προελεύσεως: γιαούρτι σακούλας, λεκάνης, βεδούρας, Σηλυβριανό, Μανωλάδας κ.λπ.)
2. παροιμ. «οπού καεί στον χυλό (ή στο κουρκούτι ή στα λάχανα) φυσάει και το γιαούρτι» — όποιος έχει μια κακή εμπειρία φυλάγεται και από ακίνδυνα πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. < τουρκ. yoğurt].