στρατοϋπηρέτης

English (LSJ)

στρατοϋπηρέτου, ὁ, army servant, prob. in Sammelb.4293.8.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υπηρέτης στρατοπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρατός + ὑπηρέτης.