στρεβλόκερως
English (LSJ)
ων, = στρεβλοκέρατος, with crumpled horns Eust.1394.39.
German (Pape)
[Seite 952] mit gewundenen, gekrümmten Hörnern, Eust. 1394, 40.
Greek (Liddell-Scott)
στρεβλόκερως: -ων, καὶ - κέρᾱτος, ον, ὁ ἔχων στρεβλὰ (στραβὰ) κέρατα, Εὐστ. 1394. 39, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ων και στρεβλοκέρατος, -ον, ΜΑ
αυτός που έχει στρεβλά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στρεβλός + -κερως / -κέρατος (< κέρας, κέρατος), πρβλ. μονόκερως].