στρεπτικός
English (LSJ)
στρεπτική, στρεπτικόν, of or for twisting: τὸ σ., as a part of ὑφαντική, Pl.Plt. 282d, cf. Poll.7.209.
German (Pape)
[Seite 953] zum Drehen geschickt, drehend, Plat. Polit. 282 d.
Greek (Liddell-Scott)
στρεπτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στροφήν· τὸ στρεπτικόν, ὡς μέρος τῆς ὑφαντικῆς, Πλάτ. Πολιτ. 281D, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 209.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στρεπτικός, -ή, -όν, ΝΑ στρέφω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συστροφή
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ στρεπτικόν
κλάδος της υφαντικής τέχνης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρεπτικός -ή -όν [στρέφω] draaiend;. τὸ στρεπτικόν (sc. μόριον) draai-onderdeel (bij het weven) Plat. Plt. 282d.