στρεφοδικοπανουργία: ἡ, «συντέθειται ἡ λέξις παρὰ τὸ στρεβλὸν ἦθος καὶ συκοφαντικόν. Ἀριστοφ. Ὄρνισι πικρὰν τάχ’ ὄψει στρεφοδικοπανουργίαν» Σουΐδ., ἴδε στρεψοδικἐω.
ἡ, Αβλ. στρεψοδικοπανουργία.