στρεψίμελος
German (Pape)
[Seite 954] die Tonweisen umändernd, τὴν τέχνην, heißt Eur. beim Schol. Ar. Ran. 787.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που διαστρέφει τη μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω, συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + μέλος.
[Seite 954] die Tonweisen umändernd, τὴν τέχνην, heißt Eur. beim Schol. Ar. Ran. 787.
-ον, Α
αυτός που διαστρέφει τη μελωδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- του στρέφω, συνθ. του τύπου τερψίμβροτος + μέλος.