μελωδία
From LSJ
ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity
Greek Monolingual
η (ΑM μελῳδία) μελωδός
1. η αρμονία και ο ρυθμός με τον οποίο τραγουδιέται ένα ποίημα, μουσική σύνθεση
2. άσμα, τραγούδι
νεοελλ.
1. ρυθμική, ευχάριστη απαγγελία
2. γαλλικό έντεχνο τραγούδι του 19ου και του 20ού αιώνα με συνοδεία, κυρίως, πιάνου
μσν.
μουσικό όργανο
αρχ.
1. η μουσική
2. χορικό άσμα
3. νανούρισμα.