στριφογύρισμα
Greek Monolingual
το, Ν στριφογυρίζω
1. στροφή γύρω από κάτι, περιστροφή
2. στον πληθ. τα στριφογυρίσματα
μτφ. προσπάθειες υπεκφυγής.
το, Ν στριφογυρίζω
1. στροφή γύρω από κάτι, περιστροφή
2. στον πληθ. τα στριφογυρίσματα
μτφ. προσπάθειες υπεκφυγής.