στριφογυρίζω

Greek Monolingual

και στρεφογυρίζω και στριφογυρνώ και ιδιωμ. προφ. στρουφογυρίζω Ν
1. θέτω κάτι σε περιστροφική κίνηση, κάνω κάτι να γυρίζει γύρω γύρω, το περιστρέφω
2. (αμτβ.) στρέφομαι εδώ και εκεί με ανησυχία («εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», Σολωμ.)
3. φρ. «τά στριφογυρίζω» — μιλώ με υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στρεφογυρίζω < στρέφω + γυρίζω, ενώ ο τ. στριφογυρίζω < στρεφογυρίζω κατ' επίδραση του στρίφω άλλου τ. του στρίβω].