στροφίς

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, = στρόφιον 1, E.Andr.718.

German (Pape)

[Seite 957] ίδος, ἡ, dim. von στρόφος, = στρόφιον, πλεκτὰς ἱμάντων στροφίδας ἐξανήσομαι, Eur. Andr. 719.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στροφίς -ίδος, ἡ [στρόφιον] band, door vrouwen gebruikt als beha.

Russian (Dvoretsky)

στροφίς: ίδος (ῐδ) ἡ [demin. к στρόφος повязка: ἱμάντων στροφίδες Eur. ременные путы.

Greek Monotonic

στροφίς: -ίδος, ἡ, = στρόφιον, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

στροφίς: -ίδος, ἡ, = στρόφιον, Εὐρ. Ἀνδρ. 718.

Middle Liddell

στροφίς, ίδος, ἡ, = στρόφιον, Eur.]