τό, Dim. of στῦλος (prob. 4), PIand.11.8 (iii A.D.).
στῡλάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ στῦλος, Ἀρχ. Μαθ. 119Α· στυλίδιον, Στράβ. 49.
τὸ, Α στῡλοςυποκορ. μικρός στύλος.