στυπάζει

English (LSJ)

βροντᾷ, ψοφεῖ, ὠθεῖ, Hsch. στύπαξ, v. στύππαξ. στύπεα,= στέλεχος, Id. στύπη,= στύπος, Id. στῠπογλύφος, ον, cutting, working trunks or stems, Id.