στύππαξ

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύππαξ Medium diacritics: στύππαξ Low diacritics: στύππαξ Capitals: ΣΤΥΠΠΑΞ
Transliteration A: stýppax Transliteration B: styppax Transliteration C: styppaks Beta Code: stu/ppac

English (LSJ)

ὁ, = στυππειοπώλης (seller of tow), nickname of Eucrates, Ar.Fr.696 (vv.ll. στύπαξ, στύγαξ).

German (Pape)

[Seite 959] ὁ, s. στύπαξ.

Russian (Dvoretsky)

στύππαξ: ακος ὁ Arph. = στυππειοπώλης.

Greek (Liddell-Scott)

στύππαξ: ὁ, = στυππειοπώλης. σκωπτικὸν ἐπώνυμον τοῦ Εὐκράτους, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 540, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. στύπαξ, ὁ, Α
(ως σκωπτικό παρωνύμιο του Αθηναίου στρατηγού Ευκράτους) στυππειοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κωμική λ. (αντί του τ. στυππειοπώλης) σχηματισμένη από τη λ. στυππεῖον με επίθημα -αξ].