στυφελώδης

English (LSJ)

στυφελῶδες, = στυφελός, Q.S.12.449.

German (Pape)

[Seite 959] ες, = στυφελός, Qu. Sm. 12, 449.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α στυφελός
στυφελός·.