στυφελός
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
English (LSJ)
στυφελή, στυφελόν, A.R.2.323, also ός, όν A.Pers.965 (lyr.), Parth.Fr.29.4, etc.:—
A hard, rough, στυφελοῦ.. ἐπ' ἀκτᾶς A. l.c. (lyr.); in later Poets, ἀκτὴ σ. A.R. l.c., etc.; σκόπελος AP11.31 (Antip.); ὀδούς Opp.C.3.442.
II of flavour, astringent, sour, acid, μέλι AP4.1.22 (Mel.); σταγών ib.9.561 (Phil.).
III metaph., harsh, severe, cruel, ἐφέται A.Pers.79 (lyr.); Κόλχοι Orph.A.1012. (στυφελός was a Clitorian word for hard. rough, and used at Cyrene for χέρσος, acc. to Zenod. ap. Sch. A.R.2.1005.)
German (Pape)
[Seite 959] zsgzgn στυφλός, auch στύφελος accentuirt, auch 2 Endgn, zusammengezogen, dicht, fest, derb, rauh; ἀκτή, Aesch. Pers. 926; auch ὀχυροῖσι πεποιθὼς στυφέλοις ἐφέταις, 79, streng, herrisch; στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος, rauh, Soph. Ant. 250; σταγών, Philp. 68 (IX, 561), vom festen Cisc; ὀδούς, Opp. Cyn. 3, 442; – auch vom Geschmack, zusammcnziehend, herb.
French (Bailly abrégé)
ή ou ός, όν :
compact, épais ; ferme, fort, dur ; fig. dur, cruel.
Étymologie: στύφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στυφελός -ή -όν [~ τύπτω] f. ook -ός Aeschl. Pers. 965 hard, ruw. Aeschl. Pers. 965. van smaak bitter, wrang. AP 4.1.22. van personen hard, wreed. Aeschl. Pers. 79.
Russian (Dvoretsky)
στῠφελός: и 2 и στυφλός
1 твердый, крепкий (ἀκταί Aesch.; γῆ Soph.; πέτραι Eur.);
2 острый на вкус, терпкий или кислый (μέλι Anth.);
3 суровый, строгий (ἐφέται Aesch.).
Greek Monolingual
-ή, -όν και τ. θηλ. -ος, Α
1. τραχύς, σκληρός
2. (για γεύση) στυφός, όξινος
3. μτφ. αυστηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στυφελίζω.
Greek Monotonic
στῠφελός: -ή, -όν και -ός, όν (στύφω)·
I. σκληρός, τραχύς, σε Αισχύλ.
II. μεταφ., τραχύς, βάναυσος, ωμός, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
στῠφελός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 964, καὶ στῠφλός, όν· - ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος εἶναι ἐν χρήσει μόνον παρὰ τοῖς Τραγικ. ἐν τριμέτροις ἰαμβ., ὁ δὲ πρῶτος δὶς παρ’ Αἰσχύλῳ ἐν λυρικοῖς χωρίοις καὶ παρὰ τοῖς μεταγεν. ποιηταῖς· ἴδε κατωτ.· - σκληρός, τραχύς, στυφελοῦ ... ἐπ’ ἀκτᾶς Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· στυφλοὺς παρ’ ἀκτὰς αὐτόθι 303· τῆσδ’ ἀπὸ στυφλοῦ πέτρας ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 748· στυφλὸς δὲ γῆ καὶ χέρσος Σοφ. Ἀντ. 250· ὑπὸ στυφλοῖς πέτραις Εὐρ. Βάκχ. 1137· - οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ἀκτὴ στ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 323, κτλ.· σκόπελος Ἀνθ. Π. 11. 31· ὀδοὺς Ὀππ. Κυν. 3. 442· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1755. ΙΙ. ἐπὶ γεύσεως, στυφός, ὄξινος, «ξινισμένος», μέλι Ἀνθ. Π. 4. 1. 22· σταγὼν αὐτόθι 9. 561. ΙΙΙ. μεταφορ., τραχύς, αὐστηρός, σκληρός, ἐφέται Αἰσχύλ. Πέρσ. 80· Κόλχοι Ὀρφ. Ἀργ. 1010. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΦ παράγονται καὶ τὰ στυφλός, στύφω, στῦψις, στῦμμα· πιθαν. συγγενὴς τῇ √ΣΤΥΠ, καὶ ἴσως τῇ √ΣΤΙΒ, στείβω· πρβλ. στιβαρός, στιφρός). - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυφλὸν ἢ στυφελόν· τραχύ, σκληρόν. βαρύ. ἀργόν. στερρόν».
Middle Liddell
στῠφελός, ή, όν στύφω
I. hard, rough, Aesch.
II. metaph. harsh, severe, cruel, Aesch.
Mantoulidis Etymological
καί στυφλός (=σκληρός, ἄγουρος). Ἀπό τό στύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.