στωΐδιον

English (LSJ)

(or στῴδιον, as EM486.20, 550.6), τό, Dim. of στοά, IG 11(2).203B4, C15 (Delos, iii B.C.), D.L.5.51; shed as protection for besiegers, Ath.Mech.31.6; cf. στοΐδιον.

Greek Monolingual

ή στῴδιον, τὸ, Α
βλ. στοΐδιον.