στῴδιον
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
v. στωΐδιον.
German (Pape)
[Seite 960] τό, dim. von στοά; Philem. lex. 93 p. 67; E. M.
Greek (Liddell-Scott)
στῴδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στοιά, στοά, Διογ. Λ. 5. 51, Ἐτυμολ. Μέγ. 486. 20., 550. 6· φέρεται στωίδιον ἐν τῇ Ἀρχ. Μαθ. 9Α· (ὅπερ ἐν παλαιοτέρᾳ Ἑλληνικῇ θὰ ἦτο στοίδιον), ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 88.
Russian (Dvoretsky)
στῴδιον: и στωΐδιον (ῐδ) τό небольшой портик, небольшая крытая галерея Diog. L.