στῴδιον

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στῴδιον Medium diacritics: στῴδιον Low diacritics: στώδιον Capitals: ΣΤΩΔΙΟΝ
Transliteration A: stṓidion Transliteration B: stōdion Transliteration C: stodion Beta Code: stw/|dion

English (LSJ)

v. στωΐδιον.

German (Pape)

[Seite 960] τό, dim. von στοά; Philem. lex. 93 p. 67; E. M.

Greek (Liddell-Scott)

στῴδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στοιά, στοά, Διογ. Λ. 5. 51, Ἐτυμολ. Μέγ. 486. 20., 550. 6· φέρεται στωίδιον ἐν τῇ Ἀρχ. Μαθ. 9Α· (ὅπερ ἐν παλαιοτέρᾳ Ἑλληνικῇ θὰ ἦτο στοίδιον), ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύν. 88.

Russian (Dvoretsky)

στῴδιον: и στωΐδιον (ῐδ) τό небольшой портик, небольшая крытая галерея Diog. L.