στόμβος
English (LSJ)
η, ον, = βαρύηχος, βαρύφθογγος, Hp. (Morb.2.33) ap.Gal. 19.141 (φθέγγεται σομφόν codd.Hp.).
German (Pape)
[Seite 948] = βαρύηχος, βαρύφθογγος, Galen. Vgl. στόμφος.
Greek (Liddell-Scott)
στόμβος: -η, -ον, = βαρύηχος, βαρύφθογγος, Ἱππ. (471. 43) παρὰ Γαλην., ἐν ᾧ ἐν τῷ κειμένῳ ὑπάρχει, φθέγγεται σομφόν.
Greek Monolingual
-η, -ον, Α
βαρύηχος, υπόκωφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. τ. αντί του ορθού στόμφος (βλ. λ. στέμβω)].