στόναχος

English (LSJ)

ὁ,= στοναχή, Suid. (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 948] ὁ, = στοναχή, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

στόνᾰχος: ὁ, = στοναχή, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
στοναχή, στεναγμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοναχή, κατά τα αρσ. σε -ος].