στύππινος

English (LSJ)

v. στυππέϊνος.

Greek (Liddell-Scott)

στύππινος: ἴδε στυππέϊνος, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 367.

German (Pape)

στύπινος.