στύπινος
From LSJ
German (Pape)
[Seite 959] auch στύππινος, von Werg gemacht, D. Sic. 1, 35. – Γέρων στ. erkl. Phryn. in B. A. 33 : λευκὸς καὶ πολιός, oder der schwache: ἐπειδὴ ἀσθενέστερά ἐστι τὰ στύππινα τῶν λινῶν.
Greek Monolingual
-η, -ο / στύπ(π)ινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ, και στούπ(π)ινος, -ίνη, -ον, Μ, και στυππέϊνος και στιπ(π)ύϊνος και στυππόϊνος και στιππόϊνος και στιπύϊνος Α
κατασκευασμένος από στουπί
αρχ.
μτφ. όμοιος με στουπί, αδύνατος, ασθενής («γέρων στύππινος», Κωμ. Αδέσπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθινος)].
Russian (Dvoretsky)
στύπινος: = στύππινος.