στύππιον

German (Pape)

[Seite 959] τό, = στυπεῖον; Dem. führt unter den Vorräthen des Schiffsarsenals auf ὀθόνια, στύππια καὶ σχοινία, οἷς κατασκευάζεται τριήρης, 47, 20.