στυπεῖον

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στυπεῖον Medium diacritics: στυπεῖον Low diacritics: στυπείον Capitals: ΣΤΥΠΕΙΟΝ
Transliteration A: stypeîon Transliteration B: stypeion Transliteration C: stypeion Beta Code: stupei=on

English (LSJ)

v. sub στυππεῖον.

German (Pape)

[Seite 959] τό, auch στυππεῖον, wie στύπη, Werg, grober Hanf, u. ein Strick davon, Her. 8, 52; Schol. Ar. Equ. 129 erkl. τὰ στυππεῖα, καννάβινα, λινᾶ; Xen. Cyr. 7, 5, 23 πίτταν καὶ στυππεῖον, ἃ ταχὺ παρακαλεῖ πολλὴν φλόγα; vgl. Pol. 1, 45, 12; Luc. asin. 31; τὰ στυππεῖα, Wergbündel, Plut. Cic. 18. Bei B. A. 302 heißt es ἀφ' οὗ οἱ λινοῖ χιτῶνες γίγνονται. S. auch στύππιον.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
v. στυππεῖον.

Russian (Dvoretsky)

στυπεῖον: τό = στυππεῖον.