στώμιξ

English (LSJ)

ικος, ἡ, wooden beam, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στώμιξ: -ικος, ἡ, ξυλίνη δοκός, Ἡσύχ. (ἔνθα στῶμιξ).

Greek Monolingual

-ικος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) ξύλινη δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται στη ρίζα στητού ἵστημι, αλλά εμφανίζει δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ω- (βλ. λ. στοά), έρρινο ένθημα -μ- (πρβλ. στημων, σταμίν) και επίθημα -ιξ (πρβλ. ρωσ. stam-ik)].