συβίνη

English (LSJ)

v. σιβύνη.

Greek Monolingual

και συβήνη, ἡ, Α
βλ. σιβύνη.

German (Pape)

ἡ, statt σιβύνη, Ar. Th. 1197, 1216, Schol. αὐλοθήκη, φαρετρεών; vgl. Poll. 10.153 und Phot.