φαρετρεών
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, = φαρέτρα (quiver), Hdt. 1.216, 2.141, 7.61.
German (Pape)
[Seite 1255] ῶνος, ὁ, = Vorigem, Her. 1, 216. 2, 141. 7, 61.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ὁ) :
ion. c. φαρέτρα.
Russian (Dvoretsky)
φᾰρετρεών: ῶνος ὁ Her. = φαρέτρα.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰρετρεών: -ῶνος, ὁ, = φαρέτρα, Ἡρόδ. 2. 216., 2. 141., 7. 61.
Greek Monolingual
-ώνος, ὁ, Α
η φαρέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαρέτρα με παρέκταση -εών (πρβλ. ἐσχάρα: ἐσχαρεών)].
Greek Monotonic
φᾰρετρεών: -ῶνος, ὁ, = φαρέτρα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
φᾰρετρεών, ῶνος, ὁ, = φαρέτρα, Hdt.]