συβότης
English (LSJ)
German (Pape)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συβότης -ου, ὁ zie συβώτης.
Russian (Dvoretsky)
Greek Monolingual
ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. συβώτης.
Greek Monotonic
σῠβότης: -ου, ὁ=συβώτης, σε Αριστ.
Greek (Liddell-Scott)
σῠβότης: -ου, ὁ, = συβώτης, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 4· «συβότας· χοιροβοσκοὺς» Ἡσύχ.: πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. 8. 19.
Middle Liddell
σῠβότης, ου, ὁ, = συβώτης, Arist.]