συβότης

English (LSJ)

συβότου, ὁ, = συβώτης, Arist.Po.1454b28, Hsch., Glossaria.

German (Pape)

[Seite 961] ὁ, = συβώτης, B. A. 361.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συβότης -ου, ὁ zie συβώτης.

Russian (Dvoretsky)

σῠβότης: ου ὁ Arst. v.l. = συβώτης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(δ. γρφ.) βλ. συβώτης.

Greek Monotonic

σῠβότης: -ου, ὁ=συβώτης, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

σῠβότης: -ου, ὁ, = συβώτης, Ἀριστ. Ποιητ. 16, 4· «συβότας· χοιροβοσκοὺς» Ἡσύχ.: πρβλ. Ἰακώψ. εἰς Αἰλ. 8. 19.

Middle Liddell

σῠβότης, ου, ὁ, = συβώτης, Arist.]