συγγεννήτωρ

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, one who assists in generating, common parent, τέκνων Pl.Lg.874c (where it refers to the wife).

German (Pape)

[Seite 961] ορος, ὁ, Miterzeuger, τέκνων, Plat. Legg. IX, 874 c.

Greek (Liddell-Scott)

συγγεννήτωρ: -ορος, ὁ βοηθῶν εἰς τὴν γέννησιν, κοινὸς γονεύς, ξ. τέκνων (ἔνθα ἐκ τῶν συμφραζομένων φαίνεται ὅτι σημαίνει τὴν γυναῖκα), Πλάτ. Νόμ. 874C.

Russian (Dvoretsky)

συγγεννήτωρ: ορος ὁ и ἡ родитель(ница): σ. τέκνων Plat. с которым (с которой) прижиты дети, т. е. супруг(а).