συγκάλυψη
Greek Monolingual
η / συγκάλυψις, -ύψεως, ΝΜ συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω («η συγκάλυψη του σκανδάλου»).
η / συγκάλυψις, -ύψεως, ΝΜ συγκαλύπτω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκαλύπτω («η συγκάλυψη του σκανδάλου»).