συγκαλυμμός
English (LSJ)
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκαλυμμός -οῦ, ὁ [συγκαλύπτω] volledige omhulling, vermomming.
Greek Monolingual
ὁ, Α συγκαλύπτω
συγκάλυμμα.
συγκαλυμμός -οῦ, ὁ [συγκαλύπτω] volledige omhulling, vermomming.
ὁ, Α συγκαλύπτω
συγκάλυμμα.