συγκατατρίβω

English (LSJ)

[ῑ], waste completely, Plu.Cleom.26.

German (Pape)

[Seite 966] mit auftreiben, καὶ διαφθεῖραι τὸν καρπόν, Plut. Cleom. 26.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κατατρίβω helemaal lens slaan.

Russian (Dvoretsky)

συγκατατρίβω: (ῑ) истреблять, уничтожать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρίβω: [ῑ], κατατρίβω ὁμοῦ, Πλουτ. Κλεομ. 26.

Greek Monolingual

Α
συντρίβω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»].