hasten together, Eust.682.61 (Pass.).
[Seite 966] zugleich mit antreiben, pass. miteilen, Sp.
συγκατεπείγω: ἐπείγω, ἐπισπεύδω ὁμοῦ, Εὐστ. 682. 61, ἐν τῷ Παθ.
Μεπισπεύδω από κοινού.