επισπεύδω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
Greek Monolingual
(AM ἐπισπεύδω) σπεύδω
ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση του νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.)
αρχ.
1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν», Ισοκρ.)
2. σπεύδω προς τα εμπρός
3. αποβλέπω σε κάποιον σκοπό («καὶ ταῦτα οὐκ εἰς ταυτὸν τῷ οἴνῳ ἐπισπεύδει», Ξεν.)
4. (η μτχ. ενεστ. σε επιρρημ. έκφρ.) ἐπισπεύδων, -ουσα, -ον
με βιασύνη («ὠμόν ἐπισπεύδων κείρει στάχυν», Απολλ. Ρόδ.)
5. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ ἐπισπεῦδον
η επίσπευση, η βιασύνη.